ὑποτίτθιος

ὑποτίτθιος
ὑποτίτθιος
under the breast
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποτίτθιος — και ὑποτίθιος, ον, ΜΑ 1. αυτός που θηλάζει ακόμη, ὑπομάζιος*. βυζανιάρικος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑποτίτθια τα βρέφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τιτθός «μικρός μαστός» + κατάλ. ιος (πρβλ. ἐπι μάστ ιος)] …   Dictionary of Greek

  • ὑποτίτθιον — ὑποτίτθιος under the breast masc/fem acc sg ὑποτίτθιος under the breast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτιτθίοις — ὑποτίτθιος under the breast masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτιτθίου — ὑποτίτθιος under the breast masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτιτθίων — ὑποτίτθιος under the breast masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτιτθίῳ — ὑποτίτθιος under the breast masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτίτθια — ὑποτίτθιος under the breast neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτίθιος — ον, Α βλ. ὑποτίτθιος …   Dictionary of Greek

  • υποτιτθίδιος — ον, Α ὑποτίτθιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τιτθός «μικρός μαστός» + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μετωπ ιος)] …   Dictionary of Greek

  • υποτιτθικόν — και ὑποτιθικόν, τὸ, Α [ὑποτίτθιος] βρέφος που θηλάζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”